- ὁδοιπλανία
- ὁδοι-πλᾰνία, ἡ,A roaming, straying, Max.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδοιπλανία — ὁδοιπλανία και ιων. τ. ὁδοιπλανίη, ἡ (Α) [οδοιπλανώ] περιπλάνηση … Dictionary of Greek
ὁδοιπλανίην — ὁδοιπλανία roaming fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)